Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesercènte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ezerˈʧɛnte] 1 έμπορος 2 μαγαζάτορας 3 λιανοπωλητής 4 εμπορευόμενος 5 μεταπράτης 6 καταστηματάρχης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |