Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈzɛnte]

απαλλαγμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esentasse esenzione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


esente da tasse = αφορολόγιστος [-η, -ο]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esemplificativo (επίθ.)
esemplificazione (θηλ.ουσ)
esentare (ρ. μτβ.)
esentarsi (ρ.μ. (αντων.))
esentasse (επίθ.)
esente (επίθ.)
esenzione (θηλ.ουσ)
esequie (θηλ.ουσ)
esercente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esercire (ρ. μτβ.)
esercitabile (επίθ.)
esercitare (ρ. μτβ.)
esercitarsi (ρ.μ. (αντων.))
esercitato (επίθ.)
esercitazione (θηλ.ουσ)
esercito (ουσ αρσ )
esercizio (ουσ αρσ )
esergo (ουσ αρσ )
esfogliazione (θηλ.ουσ)
esibire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---