Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesènte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [eˈzɛnte] απαλλαγμένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαesente da tasse = αφορολόγιστος [-η, -ο] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |