Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ezenˈtare]

1 ξεχωρίζω
2 διαστέλλω
3 απαλλάσσω
4 εξαιρώ
5 αποκλείω

esentarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ezenˈtarsi]

1 εξαιρούμαι
2 απαλλάσσομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esemplificazione esentasse  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esemplare (επίθ.)
esemplarità (θηλ.ουσ)
esemplificare (ρ. μτβ.)
esemplificativo (επίθ.)
esemplificazione (θηλ.ουσ)
esentare (ρ. μτβ.)
esentarsi (ρ.μ. (αντων.))
esentasse (επίθ.)
esente (επίθ.)
esenzione (θηλ.ουσ)
esequie (θηλ.ουσ)
esercente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esercire (ρ. μτβ.)
esercitabile (επίθ.)
esercitare (ρ. μτβ.)
esercitarsi (ρ.μ. (αντων.))
esercitato (επίθ.)
esercitazione (θηλ.ουσ)
esercito (ουσ αρσ )
esercizio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---