Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eseguìbile  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ezeˈgwibile]

1 μπορετός
2 επιτεύξιμος
3 προσιτός
4 εφικτός
5 υλοποιήσιμος
6 πραγματοποιήσιμος
7 εκτελεστός
8 επιτελέσιμος
9 εκτελέσιμος
10 κατορθωτός
11 εφαρμόσιμος
12 επιβλητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esegetico eseguibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esedra (θηλ.ουσ)
esegesi (θηλ.ουσ)
esegeta (ουσ αρσ και θηλ.)
esegetica (θηλ.ουσ)
esegetico (επίθ.)
eseguibile (αρσ. επίθ και ουσ)
eseguibilità (θηλ.ουσ)
eseguire (ρ. μτβ.)
esempio (ουσ αρσ )
esemplare (ουσ αρσ )
esemplare (επίθ.)
esemplarità (θηλ.ουσ)
esemplificare (ρ. μτβ.)
esemplificativo (επίθ.)
esemplificazione (θηλ.ουσ)
esentare (ρ. μτβ.)
esentarsi (ρ.μ. (αντων.))
esentasse (επίθ.)
esente (επίθ.)
esenzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---