Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esecutóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezekuˈtore]

1 δήμιος
2 εκτελεστής (μουσικός)
3 εκτελεστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esecutivo esecutorietà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esecratore (αρσ. επίθ και ουσ)
esecratorio (επίθ.)
esecrazione (θηλ.ουσ)
esecutività (θηλ.ουσ)
esecutivo (αρσ. επίθ και ουσ)
esecutore (ουσ αρσ )
esecutorietà (θηλ.ουσ)
esecutorio (επίθ.)
esecutrice (θηλ.ουσ)
esecuzione (θηλ.ουσ)
esedra (θηλ.ουσ)
esegesi (θηλ.ουσ)
esegeta (ουσ αρσ και θηλ.)
esegetica (θηλ.ουσ)
esegetico (επίθ.)
eseguibile (αρσ. επίθ και ουσ)
eseguibilità (θηλ.ουσ)
eseguire (ρ. μτβ.)
esempio (ουσ αρσ )
esemplare (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---