Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


escursionìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eskursjoˈnistiko]

1 περιπατητικός
2 εκδρομικός
3 περιηγητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  escursionista escussione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Esculapio (ουσ αρσ )
esculento (επίθ.)
escursione (θηλ.ουσ)
escursionismo (ουσ αρσ )
escursionista (ουσ αρσ και θηλ.)
escursionistico (επίθ.)
escussione (θηλ.ουσ)
escutere (ρ. μτβ.)
esecrabile (επίθ.)
esecrabilità (θηλ.ουσ)
esecrando (επίθ.)
esecrare (ρ. μτβ.)
esecratore (αρσ. επίθ και ουσ)
esecratorio (επίθ.)
esecrazione (θηλ.ουσ)
esecutività (θηλ.ουσ)
esecutivo (αρσ. επίθ και ουσ)
esecutore (ουσ αρσ )
esecutorietà (θηλ.ουσ)
esecutorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---