Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esecrabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ezekrabiliˈta]

1 αποτροπιασμός
2 μυσαρότητα
3 αποστροφή
4 αηδία
5 απέχθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esecrabile esecrando  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

escursionista (ουσ αρσ και θηλ.)
escursionistico (επίθ.)
escussione (θηλ.ουσ)
escutere (ρ. μτβ.)
esecrabile (επίθ.)
esecrabilità (θηλ.ουσ)
esecrando (επίθ.)
esecrare (ρ. μτβ.)
esecratore (αρσ. επίθ και ουσ)
esecratorio (επίθ.)
esecrazione (θηλ.ουσ)
esecutività (θηλ.ουσ)
esecutivo (αρσ. επίθ και ουσ)
esecutore (ουσ αρσ )
esecutorietà (θηλ.ουσ)
esecutorio (επίθ.)
esecutrice (θηλ.ουσ)
esecuzione (θηλ.ουσ)
esedra (θηλ.ουσ)
esegesi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---