Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esecràndo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezeˈkrando]

1 επικατάρατος
2 αναθεματισμένος
3 στυγερός
4 καταραμένος
5 απαίσιος
6 βδελυρός
7 αποτρόπαιος
8 αηδιαστικός
9 μισητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esecrabilità esecrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

escursionistico (επίθ.)
escussione (θηλ.ουσ)
escutere (ρ. μτβ.)
esecrabile (επίθ.)
esecrabilità (θηλ.ουσ)
esecrando (επίθ.)
esecrare (ρ. μτβ.)
esecratore (αρσ. επίθ και ουσ)
esecratorio (επίθ.)
esecrazione (θηλ.ουσ)
esecutività (θηλ.ουσ)
esecutivo (αρσ. επίθ και ουσ)
esecutore (ουσ αρσ )
esecutorietà (θηλ.ουσ)
esecutorio (επίθ.)
esecutrice (θηλ.ουσ)
esecuzione (θηλ.ουσ)
esedra (θηλ.ουσ)
esegesi (θηλ.ουσ)
esegeta (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---