Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόescursionìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [eskursjoˈnista] 1 περιπατητής 2 περιηγητής 3 τουρίστας 4 εκδρομέας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |