Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


escùdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈkudo]

εσκούδο (νόμισμα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  escrezione Esculapio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

escretivo (επίθ.)
escreto (αρσ. επίθ και ουσ)
escretore (επίθ.)
escretorio (επίθ.)
escrezione (θηλ.ουσ)
escudo (ουσ αρσ )
Esculapio (ουσ αρσ )
esculento (επίθ.)
escursione (θηλ.ουσ)
escursionismo (ουσ αρσ )
escursionista (ουσ αρσ και θηλ.)
escursionistico (επίθ.)
escussione (θηλ.ουσ)
escutere (ρ. μτβ.)
esecrabile (επίθ.)
esecrabilità (θηλ.ουσ)
esecrando (επίθ.)
esecrare (ρ. μτβ.)
esecratore (αρσ. επίθ και ουσ)
esecratorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---