Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


escrezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eskretˈtsjone]

1 απέκκριμα
2 απέκκριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  escretorio escudo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

escrescenza (θηλ.ουσ)
escretivo (επίθ.)
escreto (αρσ. επίθ και ουσ)
escretore (επίθ.)
escretorio (επίθ.)
escrezione (θηλ.ουσ)
escudo (ουσ αρσ )
Esculapio (ουσ αρσ )
esculento (επίθ.)
escursione (θηλ.ουσ)
escursionismo (ουσ αρσ )
escursionista (ουσ αρσ και θηλ.)
escursionistico (επίθ.)
escussione (θηλ.ουσ)
escutere (ρ. μτβ.)
esecrabile (επίθ.)
esecrabilità (θηλ.ουσ)
esecrando (επίθ.)
esecrare (ρ. μτβ.)
esecratore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---