Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


escursióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eskurˈsjone]

η εκδρομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esculento escursionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

escretorio (επίθ.)
escrezione (θηλ.ουσ)
escudo (ουσ αρσ )
Esculapio (ουσ αρσ )
esculento (επίθ.)
escursione (θηλ.ουσ)
escursionismo (ουσ αρσ )
escursionista (ουσ αρσ και θηλ.)
escursionistico (επίθ.)
escussione (θηλ.ουσ)
escutere (ρ. μτβ.)
esecrabile (επίθ.)
esecrabilità (θηλ.ουσ)
esecrando (επίθ.)
esecrare (ρ. μτβ.)
esecratore (αρσ. επίθ και ουσ)
esecratorio (επίθ.)
esecrazione (θηλ.ουσ)
esecutività (θηλ.ουσ)
esecutivo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---