Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόescreménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eskreˈmento] 1 περίττωμα 2 κόπρος 3 κόπρος ζώου 4 περιττώματα 5 σκατό 6 κουτσουλιές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |