Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esclusìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eskluˈzivo]

1 αποκλειστικός (-ή, -ό)
2 (locale) εκλεκτός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esclusività escluso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esclusivamente (επίρ.)
esclusivismo (ουσ αρσ )
esclusivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esclusivistico (επίθ.)
esclusività (θηλ.ουσ)
esclusivo (επίθ.)
escluso (ουσ αρσ )
escluso (επίθ.)
escogitare (ρ. μτβ.)
escogitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
escogitazione (θηλ.ουσ)
escomiare (ρ. μτβ.)
escomio (ουσ αρσ )
escoriare (ρ. μτβ.)
escoriazione (θηλ.ουσ)
escreato (ουσ αρσ )
escrementizio (επίθ.)
escremento (ουσ αρσ )
escrescenza (θηλ.ουσ)
escretivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---