Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesclusivìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eskluziˈvizmo] 1 αποκλειστικά δικαιώματα 2 αποκλειστικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |