Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


escogitatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eskoʤitaˈtore]

1 χαλκευτής
2 δολοπλόκος
3 μηχανορράφος
4 δημιουργός
5 επινοητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  escogitare escogitazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esclusività (θηλ.ουσ)
esclusivo (επίθ.)
escluso (ουσ αρσ )
escluso (επίθ.)
escogitare (ρ. μτβ.)
escogitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
escogitazione (θηλ.ουσ)
escomiare (ρ. μτβ.)
escomio (ουσ αρσ )
escoriare (ρ. μτβ.)
escoriazione (θηλ.ουσ)
escreato (ουσ αρσ )
escrementizio (επίθ.)
escremento (ουσ αρσ )
escrescenza (θηλ.ουσ)
escretivo (επίθ.)
escreto (αρσ. επίθ και ουσ)
escretore (επίθ.)
escretorio (επίθ.)
escrezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---