Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


escogitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eskoʤiˈtare]

1 σκαρφίζομαι
2 καταφέρνω με τέχνασμα
3 σχεδιάζω
4 επινοώ
5 μηχανεύομαι
6 δημιουργώ αριστοτεχνικά
7 βυσσοδομώ
8 σκαρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  escluso escogitatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esclusivistico (επίθ.)
esclusività (θηλ.ουσ)
esclusivo (επίθ.)
escluso (ουσ αρσ )
escluso (επίθ.)
escogitare (ρ. μτβ.)
escogitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
escogitazione (θηλ.ουσ)
escomiare (ρ. μτβ.)
escomio (ουσ αρσ )
escoriare (ρ. μτβ.)
escoriazione (θηλ.ουσ)
escreato (ουσ αρσ )
escrementizio (επίθ.)
escremento (ουσ αρσ )
escrescenza (θηλ.ουσ)
escretivo (επίθ.)
escreto (αρσ. επίθ και ουσ)
escretore (επίθ.)
escretorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---