Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esclamatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esklamaˈtivo]

επιφωνηματικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esclamare esclamazione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


punto [αρσ.] esclamativo = το θαυμαστικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eschimese (ουσ αρσ και θηλ.)
eschimese (επίθ.)
escissione (θηλ.ουσ)
escisso (επίθ.)
esclamare (ρ. μτβ.)
esclamativo (επίθ.)
esclamazione (θηλ.ουσ)
escludere (ρ. μτβ.)
escludersi (ρ.μ. (αντων.))
esclusione (θηλ.ουσ)
esclusiva (θηλ.ουσ)
esclusivamente (επίρ.)
esclusivismo (ουσ αρσ )
esclusivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esclusivistico (επίθ.)
esclusività (θηλ.ουσ)
esclusivo (επίθ.)
escluso (ουσ αρσ )
escluso (επίθ.)
escogitare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---