Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


escavatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eskavaˈtriʧe]

εκσκαφέας (μηχανικός)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  escavatore escavazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

escara (θηλ.ουσ)
escatologia (θηλ.ουσ)
escatologico (επίθ.)
escavare (ρ. μτβ.)
escavatore (αρσ. επίθ και ουσ)
escavatrice (θηλ.ουσ)
escavazione (θηλ.ουσ)
eschia (θηλ.ουσ)
eschileo (επίθ.)
Eschilo (κύρ.όν. αρσ.)
eschimese (ουσ αρσ και θηλ.)
eschimese (επίθ.)
escissione (θηλ.ουσ)
escisso (επίθ.)
esclamare (ρ. μτβ.)
esclamativo (επίθ.)
esclamazione (θηλ.ουσ)
escludere (ρ. μτβ.)
escludersi (ρ.μ. (αντων.))
esclusione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---