Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esaurìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ezawˈrire]

1 (provviste) εξαντλώ
2 (benzina, sigarette) μένω από

esaurirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ezawˈrirsi]

1 εξαντλούμαι
2 απομένω
3 ξεμένω
4 καταπονούμαι
5 μένω από καύσιμα ή απόθεμα ή πόρους
6 φθείρομαι
7 αποσώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esaurimento esaurito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esaudire (ρ. μτβ.)
esauribile (επίθ.)
esauribilità (θηλ.ουσ)
esauriente (επίθ.)
esaurimento (ουσ αρσ )
esaurire (ρ. μτβ.)
esaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
esaurito (αρσ. επίθ και ουσ)
esaustivo (επίθ.)
esausto (επίθ.)
esautorare (ρ. μτβ.)
esautorazione (θηλ.ουσ)
esavalente (επίθ.)
esazione (θηλ.ουσ)
esborsare (ρ. μτβ.)
esborso (ουσ αρσ )
esca (θηλ.ουσ)
escapismo (ουσ αρσ )
escapista (ουσ αρσ και θηλ.)
escara (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---