Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esàtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈzatto]

1 (calcolo, ora) ακριβής (-ής, -ές)
2 (giusto) σωστός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esattezza esattore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esasperazione (θηλ.ουσ)
esastico (ουσ αρσ )
esastilo (επίθ.)
esattamente (επίρ.)
esattezza (θηλ.ουσ)
esatto (επίθ.)
esattore (αρσ. επίθ και ουσ)
esattoria (θηλ.ουσ)
esattoriale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esaudibile (επίθ.)
esaudimento (ουσ αρσ )
esaudire (ρ. μτβ.)
esauribile (επίθ.)
esauribilità (θηλ.ουσ)
esauriente (επίθ.)
esaurimento (ουσ αρσ )
esaurire (ρ. μτβ.)
esaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
esaurito (αρσ. επίθ και ουσ)
esaustivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---