Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesasperàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ezaspeˈrato] 1 ερεθισμένος 2 οργισμένος 3 εξοργισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |