Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esanimàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ezaniˈmare]

1 αποτρέπω
2 απελπίζω
3 αποθαρρύνω
4 αποκαρδιώνω
5 δυσαρεστώ
6 απογοητεύω
7 αποκαρδίζω

esanimarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ezaniˈmarsi]

1 αποθαρρύνομαι
2 αποκαρδιώνομαι
3 απελπίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esangue esanime  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esaminante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esaminare (ρ. μτβ.)
esaminatore (ουσ αρσ )
esaminatore (επίθ.)
esangue (επίθ.)
esanimare (ρ. μτβ.)
esanimarsi (ρ.μ. (αντων.))
esanime (επίθ.)
esano (ουσ αρσ )
esantema (ουσ αρσ )
esantematico (επίθ.)
esarazione (θηλ.ουσ)
esarca (ουσ αρσ )
esarcato (ουσ αρσ )
esasperante (επίθ.)
esasperare (ρ. μτβ.)
esasperarsi (ρ.μ. (αντων.))
esasperato (επίθ.)
esasperazione (θηλ.ουσ)
esastico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---