Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesaminatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ezaminaˈtore] 1 εξεταστής 2 ελεγκτής esaminatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ezaminaˈtore] εξεταστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |