Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esaltazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ezaltatˈtsjone]

1 μεγάλυνση
2 ύμνηση
3 προαγωγή
4 εξύμνηση
5 ανύμνηση
6 εγκωμίαση
7 εγκωμιασμός
8 διέγερση
9 έξαψη
10 αγαλλίαση λόγω επιτυχίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esaltatore esame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esaltare (ρ. μτβ.)
esaltarsi (ρ.μ. (αντων.))
esaltato (ουσ αρσ )
esaltato (επίθ.)
esaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esaltazione (θηλ.ουσ)
esame (ουσ αρσ )
esametro (ουσ αρσ )
esaminando (αρσ. επίθ και ουσ)
esaminante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esaminare (ρ. μτβ.)
esaminatore (ουσ αρσ )
esaminatore (επίθ.)
esangue (επίθ.)
esanimare (ρ. μτβ.)
esanimarsi (ρ.μ. (αντων.))
esanime (επίθ.)
esano (ουσ αρσ )
esantema (ουσ αρσ )
esantematico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---