Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esaltàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezalˈtato]

1 φανατικός
2 θερμοκέφαλος

esaltàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezalˈtato]

1 διεγερμένος
2 συνεπαρμένος
3 εξημμένος
4 μαγεμένος
5 καταγοητευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esaltarsi esaltatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esalazione (θηλ.ουσ)
esaltamento (ουσ αρσ )
esaltante (επίθ.)
esaltare (ρ. μτβ.)
esaltarsi (ρ.μ. (αντων.))
esaltato (ουσ αρσ )
esaltato (επίθ.)
esaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esaltazione (θηλ.ουσ)
esame (ουσ αρσ )
esametro (ουσ αρσ )
esaminando (αρσ. επίθ και ουσ)
esaminante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esaminare (ρ. μτβ.)
esaminatore (ουσ αρσ )
esaminatore (επίθ.)
esangue (επίθ.)
esanimare (ρ. μτβ.)
esanimarsi (ρ.μ. (αντων.))
esanime (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---