Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesalatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ezalaˈtore] 1 διέξοδος 2 έξοδος 3 εξαγωγή 4 δίοδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |