Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesagerazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ezaʤeratˈtsjone] 1 ακρότητα 2 υπερβολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |