Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esagitàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezaʤiˈtato]

1 αγχωμένος άνθρωπος
2 ταραγμένος άνθρωπος

esagitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezaʤiˈtato]

1 ανήσυχος
2 ενοχλημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esagitare esagonale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esagerare (ρ. μτβ.)
esagerato (ουσ αρσ )
esagerato (επίθ.)
esagerazione (θηλ.ουσ)
esagitare (ρ. μτβ.)
esagitato (ουσ αρσ )
esagitato (επίθ.)
esagonale (επίθ.)
esaidrato (αρσ. επίθ και ουσ)
esalamento (ουσ αρσ )
esalare (ρ.αμτβ.)
esalare (ρ. μτβ.)
esalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esalazione (θηλ.ουσ)
esaltamento (ουσ αρσ )
esaltante (επίθ.)
esaltare (ρ. μτβ.)
esaltarsi (ρ.μ. (αντων.))
esaltato (ουσ αρσ )
esaltato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---