Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesacerbaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ezaʧerbaˈmento] 1 πίκρανση 2 πίκραμα 3 πικραμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |