Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesacerbàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ezaʧerˈbare] 1 δηλητηριάζω 2 φαρμακώνω 3 λυπώ 4 πικρίζω 5 εξερεθίζω 6 στενοχωρώ 7 υπεροργίζω 8 πικραίνω 9 θλίβω esacerbarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ezaʧerˈbarsi] 1 φαρμακώνομαι 2 πικραίνομαι 3 λυπούμαι 4 θλίβομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |