Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόérta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈerta] 1 ανηφόρα 2 ανηφοριά 3 απότομη ανηφόρα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαstare all'erta = βρίσκομαι σε επιφυλακή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |