Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erròneo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [erˈrɔneo]

1 λαθεμένος
2 ημαρτημένος
3 σφαλερός
4 εσφαλμένος
5 λανθασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erroneità errore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

errata corrige (έκφρ.)
erratico (επίθ.)
errato (επίθ.)
erre (ουσ αρσ και θηλ.)
erroneità (θηλ.ουσ)
erroneo (επίθ.)
errore (ουσ αρσ )
erta (θηλ.ουσ)
erto (αρσ. επίθ και ουσ)
erubescente (επίθ.)
erudire (ρ. μτβ.)
erudirsi (ρ.μ. (αντων.))
eruditismo (ουσ αρσ )
erudito (ουσ αρσ )
erudito (επίθ.)
erudizione (θηλ.ουσ)
eruttamento (ουσ αρσ )
eruttare (ρ. μτβ.)
eruttazione (θηλ.ουσ)
eruttivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---