Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόerràtico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [erˈratiko] 1 περιπλανώμενος 2 μετακινηθείς (βράχος ή πέτρωμα) από παγετώνα 3 νομαδικός 4 πλανόδιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |