Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


érpice, èrpice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈerpiʧe], [ˈɛrpiʧe]

σβάρνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erpicatura errabondo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erpetico (αρσ. επίθ και ουσ)
erpetologia (θηλ.ουσ)
erpetologo (ουσ αρσ )
erpicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
erpicatura (θηλ.ουσ)
erpice (ουσ αρσ )
errabondo (επίθ.)
errante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
errare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
errata corrige (έκφρ.)
erratico (επίθ.)
errato (επίθ.)
erre (ουσ αρσ και θηλ.)
erroneità (θηλ.ουσ)
erroneo (επίθ.)
errore (ουσ αρσ )
erta (θηλ.ουσ)
erto (αρσ. επίθ και ουσ)
erubescente (επίθ.)
erudire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---