Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erràta córrige  
έκφραση*

Προσφορά I.P.A.: [erˈrata ˈkorriʤe]

1 λίστα διορθώσεων
2 παροράματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  errare erratico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erpicatura (θηλ.ουσ)
erpice (ουσ αρσ )
errabondo (επίθ.)
errante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
errare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
errata corrige (έκφρ.)
erratico (επίθ.)
errato (επίθ.)
erre (ουσ αρσ και θηλ.)
erroneità (θηλ.ουσ)
erroneo (επίθ.)
errore (ουσ αρσ )
erta (θηλ.ουσ)
erto (αρσ. επίθ και ουσ)
erubescente (επίθ.)
erudire (ρ. μτβ.)
erudirsi (ρ.μ. (αντων.))
eruditismo (ουσ αρσ )
erudito (ουσ αρσ )
erudito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---