Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èrre  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛrre]

το γράμμα r


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  errato erroneità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

errante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
errare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
errata corrige (έκφρ.)
erratico (επίθ.)
errato (επίθ.)
erre (ουσ αρσ και θηλ.)
erroneità (θηλ.ουσ)
erroneo (επίθ.)
errore (ουσ αρσ )
erta (θηλ.ουσ)
erto (αρσ. επίθ και ουσ)
erubescente (επίθ.)
erudire (ρ. μτβ.)
erudirsi (ρ.μ. (αντων.))
eruditismo (ουσ αρσ )
erudito (ουσ αρσ )
erudito (επίθ.)
erudizione (θηλ.ουσ)
eruttamento (ουσ αρσ )
eruttare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---