Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erotomanìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [erotomaˈnia]

1 ερωτική μανία
2 ερωτομανία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erotomane erpete  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erotizzazione (θηλ.ουσ)
erotogeno (επίθ.)
erotologia (θηλ.ουσ)
erotologico (επίθ.)
erotomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
erotomania (θηλ.ουσ)
erpete (ουσ αρσ )
erpetico (αρσ. επίθ και ουσ)
erpetologia (θηλ.ουσ)
erpetologo (ουσ αρσ )
erpicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
erpicatura (θηλ.ουσ)
erpice (ουσ αρσ )
errabondo (επίθ.)
errante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
errare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
errata corrige (έκφρ.)
erratico (επίθ.)
errato (επίθ.)
erre (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---