Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeròtico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [eˈrɔtiko] 1 αισθηματικός 2 ερωτικός 3 τρυφερός 4 σεξουαλικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |