Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erómpere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [eˈrompere]

1 σκάζω
2 σκάω
3 σκάνω
4 κρεπάρω
5 χύνομαι σπάζοντας
6 εκσπώ
7 εκρήγνυμαι
8 ξεσπώ
9 σκάζω
10 σπάζω με δύναμη
11 ξεσπάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eroismo eros  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eroico (επίθ.)
eroicomico (επίθ.)
eroina (θηλ.ουσ)
eroinomane (ουσ αρσ και θηλ.)
eroismo (ουσ αρσ )
erompere (ρ.αμτβ.)
eros (ουσ αρσ )
erosione (θηλ.ουσ)
erosivo (επίθ.)
eroso (επίθ.)
erotico (αρσ. επίθ και ουσ)
erotismo (ουσ αρσ )
erotizzare (ρ. μτβ.)
erotizzazione (θηλ.ουσ)
erotogeno (επίθ.)
erotologia (θηλ.ουσ)
erotologico (επίθ.)
erotomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
erotomania (θηλ.ουσ)
erpete (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---