ItalianoGreco


erómpere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [eˈrompere]

1 σκάζω
2 σκάω
3 σκάνω
4 κρεπάρω
5 χύνομαι σπάζοντας
6 εκσπώ
7 εκρήγνυμαι
8 ξεσπώ
9 σκάζω
10 σπάζω με δύναμη
11 ξεσπάζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---