Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόerotizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [erotidˈdzare] δίνω ερωτισμό ή σεξουαλικό χαρακτήρα σε κάτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |