Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eroicòmico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [erojˈkɔmiko]

1 τραγικοκωμικός
2 γελοίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eroico eroina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erogeno (επίθ.)
eroicamente (επίρ.)
eroicità (θηλ.ουσ)
eroicizzare (ρ. μτβ.)
eroico (επίθ.)
eroicomico (επίθ.)
eroina (θηλ.ουσ)
eroinomane (ουσ αρσ και θηλ.)
eroismo (ουσ αρσ )
erompere (ρ.αμτβ.)
eros (ουσ αρσ )
erosione (θηλ.ουσ)
erosivo (επίθ.)
eroso (επίθ.)
erotico (αρσ. επίθ και ουσ)
erotismo (ουσ αρσ )
erotizzare (ρ. μτβ.)
erotizzazione (θηλ.ουσ)
erotogeno (επίθ.)
erotologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---