Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissimulàre (ρ. μτβ.) dissolùto (επίθ.)
dissimulatóre (αρσ. επίθ και ουσ) dissolutóre (αρσ. επίθ και ουσ)
dissimulazióne (θηλ.ουσ) dissoluzióne (θηλ.ουσ)
dissipàbile (επίθ.) dissolvènte (αρσ. επίθ και ουσ)
dissipàre (ρ. μτβ.) dissolvènza (θηλ.ουσ)
dissiparsi (ρ.μ. (αντων.)) dissòlvere (ρ. μτβ.)
dissipatézza (θηλ.ουσ) dissolversi (ρ.μ. (αντων.))
dissipàto (ουσ αρσ ) dissolviménto (ουσ αρσ )
dissipàto (επίθ.) dissomigliànte (επίθ.)
dissipatóre (ουσ αρσ ) dissomigliànza (θηλ.ουσ)
dissipazióne (θηλ.ουσ) dissomigliàre (ρ.αμτβ.)
dissociàbile (επίθ.) dissomigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissociabilità (θηλ.ουσ) dissonànte (επίθ.)
dissociàre (ρ. μτβ.) dissonànza (θηλ.ουσ)
dissociàrsi (ρ. μ. αμτβ.) dissonàre (ρ.αμτβ.)
dissociatìvo (επίθ.) dissotterràre (ρ. μτβ.)
dissociàto (αρσ. επίθ και ουσ) dissuadére (ρ. μτβ.)
dissociazióne (θηλ.ουσ) dissuasióne (θηλ.ουσ)
dissodaménto (ουσ αρσ ) dissuasìvo (επίθ.)
dissodàre (ρ. μτβ.) dissuasóre (αρσ. επίθ και ουσ)
dissolùbile (επίθ.) dissuèto (επίθ.)
dissolubilità (θηλ.ουσ) dissuetùdine (θηλ.ουσ)
dissolutézza (θηλ.ουσ) dissuggellàre (ρ. μτβ.)
dissolutìvo (επίθ.) distaccàbile (επίθ.)
dissolùto (ουσ αρσ ) distaccaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: