Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controvertìbile (επίθ.) convalidàre (ρ. μτβ.)
controvetràta (θηλ.ουσ) convalidazióne (θηλ.ουσ)
controviàle (ουσ αρσ ) convàlle (θηλ.ουσ)
controvòglia (επίρ.) convegnìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
contumàce (επίθ.) convégno (ουσ αρσ )
contumàcia (θηλ.ουσ) convenévole (ουσ αρσ )
contumaciàle (επίθ.) convenévole (επίθ.)
contumèlia (θηλ.ουσ) convenevolézza (θηλ.ουσ)
contundènte (επίθ.) conveniènte (επίθ.)
contùndere (ρ. μτβ.) conveniènza (θηλ.ουσ)
conturbaménto (ουσ αρσ ) convenìre (ρ.αμτβ.)
conturbànte (επίθ.) convenìre (ρ. μτβ.)
conturbàre (ρ. μτβ.) convenìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
conturbàrsi (ρ. μ. αμτβ.) conventìcola (θηλ.ουσ)
contusióne (θηλ.ουσ) convènto (ουσ αρσ )
contùso (αρσ. επίθ και ουσ) conventuàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contuttoché (σύνδ.) convenùto (αρσ. επίθ και ουσ)
contuttociò (σύνδ.) convenzionàle (αρσ. επίθ και ουσ)
conurbazióne (θηλ.ουσ) convenzionalìsmo (ουσ αρσ )
convalescènte (ουσ αρσ και θηλ.) convenzionalménte (επίρ.)
convalescènte (επίθ.) convenzionàre (ρ. μτβ.)
convalescènza (θηλ.ουσ) convenzionàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
convalescenzàrio (ουσ αρσ ) convenzionàto (επίθ.)
convàlida (θηλ.ουσ) convenzióne (θηλ.ουσ)
convalidaménto (ουσ αρσ ) convergènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: