Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convalescènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konvaleʃˈʃɛnte]

ευρισκόμενος σε ανάρρωση

convalescènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konvaleʃˈʃɛnte]

αναρρωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conurbazione convalescenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contusione (θηλ.ουσ)
contuso (αρσ. επίθ και ουσ)
contuttoché (σύνδ.)
contuttociò (σύνδ.)
conurbazione (θηλ.ουσ)
convalescente (ουσ αρσ και θηλ.)
convalescente (επίθ.)
convalescenza (θηλ.ουσ)
convalescenzario (ουσ αρσ )
convalida (θηλ.ουσ)
convalidamento (ουσ αρσ )
convalidare (ρ. μτβ.)
convalidazione (θηλ.ουσ)
convalle (θηλ.ουσ)
convegnista (ουσ αρσ και θηλ.)
convegno (ουσ αρσ )
convenevole (ουσ αρσ )
convenevole (επίθ.)
convenevolezza (θηλ.ουσ)
conveniente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---