Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconvégno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konˈveɲɲo] 1 καθορισθείσα συνάντηση 2 συνέλευση 3 τόπος συνάντησης ή σύσκεψης 4 ραντεβού 5 διάσκεψη 6 σύσκεψη 7 συνάντηση 8 συνέδριο 9 συνεδρίαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |