Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conventuàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konventuˈale]

1 μοναστικός
2 μοναστηριακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convento convenuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convenire (ρ.αμτβ.)
convenire (ρ. μτβ.)
convenirsi (ρ. μ. αμτβ.)
conventicola (θηλ.ουσ)
convento (ουσ αρσ )
conventuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
convenzionale (αρσ. επίθ και ουσ)
convenzionalismo (ουσ αρσ )
convenzionalmente (επίρ.)
convenzionare (ρ. μτβ.)
convenzionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
convenzionato (επίθ.)
convenzione (θηλ.ουσ)
convergente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convergenza (θηλ.ουσ)
convergere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
conversa (θηλ.ουσ)
conversare (ρ.αμτβ.)
conversativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---