Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convèrsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konˈvɛrsa]

1 κοιλάδα
2 δόκιμη μοναχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convergere conversare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convenzionato (επίθ.)
convenzione (θηλ.ουσ)
convergente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convergenza (θηλ.ουσ)
convergere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
conversa (θηλ.ουσ)
conversare (ρ.αμτβ.)
conversativo (επίθ.)
conversatore (ουσ αρσ )
conversazione (θηλ.ουσ)
conversione (θηλ.ουσ)
converso (ουσ αρσ )
convertibile (επίθ.)
convertibilità (θηλ.ουσ)
convertiplano (ουσ αρσ )
convertire (ρ. μτβ.)
convertirsi (ρ.μ. (αντων.))
convertito (αρσ. επίθ και ουσ)
convertitore (ουσ αρσ )
convessità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---