Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convertìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konverˈtire]

1 τροποποιώ
2 μεταπλάσσω
3 μεταπλάθω
4 μεταλλάζω
5 προσηλυτίζω
6 μεταστρέφω
7 μετουσιώνω
8 διαφοροποιώ
9 μεταμορφώνω
10 μεταβάλλω
11 διασκευάζω
12 μετατρέπω
13 αλλάζω
14 μεταποιώ
15 μετασκευάζω
16 μετασχηματίζω
17 τρέπω

convertirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [konverˈtirsi]

μεταστρέφομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convertiplano convertito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conversione (θηλ.ουσ)
converso (ουσ αρσ )
convertibile (επίθ.)
convertibilità (θηλ.ουσ)
convertiplano (ουσ αρσ )
convertire (ρ. μτβ.)
convertirsi (ρ.μ. (αντων.))
convertito (αρσ. επίθ και ουσ)
convertitore (ουσ αρσ )
convessità (θηλ.ουσ)
convesso (αρσ. επίθ και ουσ)
convettivo (επίθ.)
convettore (ουσ αρσ )
convezione (θηλ.ουσ)
convincente (επίθ.)
convincere (ρ. μτβ.)
convincersi (ρ. μ. αμτβ.)
convincibile (επίθ.)
convincimento (ουσ αρσ )
convinto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---