Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convertitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konvertiˈtore]

1 προσηλυτιστής
2 μεταλλάκτης
3 μετατροπέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convertito convessità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convertibilità (θηλ.ουσ)
convertiplano (ουσ αρσ )
convertire (ρ. μτβ.)
convertirsi (ρ.μ. (αντων.))
convertito (αρσ. επίθ και ουσ)
convertitore (ουσ αρσ )
convessità (θηλ.ουσ)
convesso (αρσ. επίθ και ουσ)
convettivo (επίθ.)
convettore (ουσ αρσ )
convezione (θηλ.ουσ)
convincente (επίθ.)
convincere (ρ. μτβ.)
convincersi (ρ. μ. αμτβ.)
convincibile (επίθ.)
convincimento (ουσ αρσ )
convinto (επίθ.)
convinzione (θηλ.ουσ)
convitare (ρ.αμτβ.)
convitato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---